- Πάρθοι
- Αρχαίος ιρανικός λαός, εγκατεστημένος από τους αρχαιότατους χρόνους στην περιοχή της νοτιοδυτικής Ασίας –που από αυτούς ονομάστηκε Παρθία– η οποία συνορεύει με την Υρκανία, τη Μηδία, την Καρμανία, την Αριανή και την περσική έρημο. Πολεμιστές περίφημοι για την ανδρεία τους και για την ικανότητά τους να δαμάζουν άλογα, καθώς και για την επιδεξιότητά τους να εκσφενδονίζουν βέλη από τα καλπάζοντα άλογά τους στρεφόμενοι αιφνιδιαστικά ενώ προσποιούνταν ότι φεύγουν (από εδώ προέρχεται η παροιμιακή φράση «πάρθιο βέλος», που χαρακτηρίζει κάθε απροσδόκητο και ύπουλο πλήγμα), οι Π. έζησαν μέχρι τα μέσα του 3ου αι. π.Χ. υποταγμένοι πρώτα στους Μήδους, κατόπιν στους Πέρσες και αργότερα στους Σελευκίδες. Tο 250 π.Χ. όμως ίδρυσαν ανεξάρτητο βασίλειο υπό τον Αρσάκη, ο οποίος όρισε πρωτεύουσά του πρώτα την Ντάρα και ύστερα την Εκατόμπυλον. Σχηματίστηκε έτσι στη Μηδία και στην Παρθία ένα ισχυρότατο κράτος, που επί πέντε αιώνες αντιστάθηκε στις κατακτητικές προσπάθειες πρώτα των Σελευκιδών και κατόπιν των Ρωμαίων. Μετά τον τελευταίο Αρσακίδη ηγεμόνα, τον Αρτάβανο E’, που σκοτώθηκε το 226 μ.Χ., οι Π. συγχωνεύθηκαν οριστικά με τους Πέρσες.
Η πύλη εισόδου της εσωτερικής ζώνης των τειχών της παρθικής πόλης Χάτρα (2ος μ.Χ. αι.). Το κράτος των Πάρθων ήταν το μόνο που αποτέλεσε φραγμό στην επεκτατική πολιτική της Ρώμης, γι’ αυτό και σε μερικές περιόδους αποτέλεσε σοβαρή απειλή για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπως σε προγενέστερους χρόνους για το κράτος των Σελευκιδών.
Ερείπια των Ελληνιστικών χρόνων στη περιοχή της αρχαίας Παρθικής πόλης Χάτρα.
* * *οι, Αοι κάτοικοι τής Παρθίας, σκυθικής πιθ. καταγωγής ή, κατ' άλλους, Άριοι, συγγενείς τών Περσών, Μήδων και Βακτρίων.
Dictionary of Greek. 2013.